via
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvia (en)
- η οδός (χρησιμοποιείται μόνο σε σταθερές εκφράσεις)
- τρύπα γεμισμένη με μέταλλο που δημιουργεί ηλεκτρική επαφή ανάμεσα σε δύο στρώματα σε ένα τυπωμένο ηλεκτρονικό κύκλωμα
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠρόθεση
επεξεργασίαvia (en)
- μέσω (για να δηλωθεί η διέλευση από κάπου)
- We are going to Athens via Patras.
- Πηγαίνουμε στην Αθήνα μέσω Πατρών.
- We are going to Athens via Patras.
- με, διά, μέσω (για να δηλωθεί ο τρόπος)
- ⮡ via e-mail - μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε την πρόθεση through
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | via | viaj |
αιτιατική | vian | viajn |
via (eo)
- δικός σας
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
via | vie |
via (it)
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvia (la) θηλυκό
- via longa est - ο δρόμος είναι μακρύς