Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικός η δική
δικιά
το δικό
      γενική του δικού της δικής
δικιάς
του δικού
    αιτιατική τον δικό τη δική
δικιά
το δικό
     κλητική δικέ δική
δικιά
δικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικοί οι δικές τα δικά
      γενική των δικών των δικών των δικών
    αιτιατική τους δικούς τις δικές τα δικά
     κλητική δικοί δικές δικά
Δείτε και το δικός μου, μαζί με την προσωπική αντωνυμία.
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δικός < ελληνιστική κοινή ἰδικός < αρχαία ελληνική ἴδιος < +‎ -δ- +‎ -ιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐κός

  Αντωνυμία επεξεργασία

δικός, -ή/-ιά, -ό (κτητική αντωνυμία)

  1. (+ αδύνατοι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας εγώ) που ανήκει σε κάποιον (Χρειάζεται επεξεργασία)
    χρειάζεται παράδειγμα
  2. (χωρίς την προσωπική αντωνυμία) που είναι οικείος, κοντινός
    δικοί και ξένοι

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία