δικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δικός | η | δική & δικιά |
το | δικό |
γενική | του | δικού | της | δικής & δικιάς |
του | δικού |
αιτιατική | τον | δικό | τη | δική & δικιά |
το | δικό |
κλητική | δικέ | δική & δικιά |
δικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δικοί | οι | δικές | τα | δικά |
γενική | των | δικών | των | δικών | των | δικών |
αιτιατική | τους | δικούς | τις | δικές | τα | δικά |
κλητική | δικοί | δικές | δικά | |||
Δείτε και το δικός μου, μαζί με την προσωπική αντωνυμία. | ||||||
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δικός < ελληνιστική κοινή ἰδικός < αρχαία ελληνική ἴδιος < ἕ + -δ- + -ιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐κός
Αντωνυμία
επεξεργασίαδικός, -ή/-ιά, -ό (κτητική αντωνυμία)
- (+ αδύνατοι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας εγώ) που ανήκει σε κάποιον (Χρειάζεται επεξεργασία)
- (χωρίς την προσωπική αντωνυμία) που είναι οικείος, κοντινός
- ⮡ δικοί και ξένοι
Εκφράσεις
επεξεργασία- γίνεται το δικό μου
- και στα δικά σου
- κάνω το δικό μου
- λέω τα δικά μου
- μονά ζυγά δικά μου
- ο δικός μου
- τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά σου
- τα θέλω όλα δικά μου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)