Δείτε επίσης: ίδιος
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ῐδιο-
ονομαστική ἴδιος ἰδί
& ἴδιος
τὸ ἴδιον
      γενική τοῦ ἰδίου τῆς ἰδίᾱς
& ἰδίου
τοῦ ἰδίου
      δοτική τῷ ἰδί τῇ ἰδί
& ἰδί
τῷ ἰδί
    αιτιατική τὸν ἴδιον τὴν ἰδίᾱν
& ἴδιον
τὸ ἴδιον
     κλητική ! ἴδιε ἰδί
& ἴδιε
ἴδιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἴδιοι αἱ ἴδιαι
& ἴδιοι
τὰ ἴδι
      γενική τῶν ἰδίων τῶν ἰδίων
& ἰδίων
τῶν ἰδίων
      δοτική τοῖς ἰδίοις ταῖς ἰδίαις
& ἰδίοις
τοῖς ἰδίοις
    αιτιατική τοὺς ἰδίους τὰς ἰδίᾱς
& ἰδίους
τὰ ἴδι
     κλητική ! ἴδιοι ἴδιαι
& ἴδιοι
ἴδι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἰδίω τὼ ἰδί
& ἰδίω
τὼ ἰδίω
      γεν-δοτ τοῖν ἰδίοιν τοῖν ἰδίαιν
& ἰδίοιν
τοῖν ἰδίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἴδιος < *ϝhέδιος < (< ἐέ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *se) + παραγωγική κατάληξη‎ -διος)[1]  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Αναφορές

επεξεργασία
  1. «ίδιος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.