Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιαίτερος η ιδιαίτερη το ιδιαίτερο
      γενική του ιδιαίτερου της ιδιαίτερης του ιδιαίτερου
    αιτιατική τον ιδιαίτερο την ιδιαίτερη το ιδιαίτερο
     κλητική ιδιαίτερε ιδιαίτερη ιδιαίτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιαίτεροι οι ιδιαίτερες τα ιδιαίτερα
      γενική των ιδιαίτερων των ιδιαίτερων των ιδιαίτερων
    αιτιατική τους ιδιαίτερους τις ιδιαίτερες τα ιδιαίτερα
     κλητική ιδιαίτεροι ιδιαίτερες ιδιαίτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ιδιαίτερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰδιαίτερος, συγκριτικός βαθμός του ἴδιος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈði̯e.te.ɾos/ και /iˈðʝe.te.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐δι‐αί‐τε‐ρος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ιδιαίτερος -η -ο, λόγιο θηλυκό ιδιαιτέρα

  1. που ανήκει σε κάποιον, που είναι δικός του και τον χαρακτηρίζει
    τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός ατόμου
  2. ξεχωριστός
    του έχω ιδιαίτερη αδυναμία

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ιδιαίτερος αρσενικό, ιδιαιτέρα θηλυκό

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία