Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός particular
συγκριτικός more particular
υπερθετικός most particular

  Επίθετο επεξεργασία

particular (en)

  1. (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό) συγκεκριμένος, ορισμένος, ιδιαίτερος, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι αναφέρεται σε ένα άτομο, πράγμα ή είδος πράγματος και όχι σε άλλα
    in this particular case - σε αυτή την συγκεκριμένη περίπτωση
    an expert in a particular field - ένας ειδικός σε έναν ορισμένο τομέα
    He wrote a short history on his particular homeland.
    Έγραψε μια σύντομη ιστορία της ιδιαίτερής του πατρίδας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη specific
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) συγκεκριμένος, ιδιαίτερος, ειδικός, μεγαλύτερο από το συνηθισμένο
    for no particular reason - χωρίς συγκεκριμένο λόγο/χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο
    I take particular care of something.
    Καταβάλλω ειδική φροντίδα για κάτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη special
  3. ιδιότροπος, σχολαστικός, είμαι πολύ σίγουρος για το τι μου αρέσει και προσέχω τι επιλέγω
    He’s very particular about his clothes.
    Είναι ιδιότροπος στο θέμα των ρούχων του.
    She isn’t particular at all, she eats whatever she is given.
    Δεν είναι καθόλου ιδιότροπη, τρώει ό,τι της δώσεις.
    I am not particular about food.
    Δεν είμαι σχολαστικός στο φαΐ μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fastidious

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία