Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɹaɪvɪt/ & /ˈpɹaɪvət/
  (ΗΠΑ)

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός private
συγκριτικός more private
υπερθετικός most private

private (en)

  1. ιδιαίτερος, ιδιωτικός ανήκει ή για χρήση συγκεκριμένου ατόμου ή ομάδας, όχι για δημόσια χρήση
    a private entrance - μια ιδιαίτερη είσοδος
    private lessons - ιδιαίτερα μαθήματα
    private car/plane - ιδιωτικό αυτοκίνητο/αεροπλάνο
  2. ιδιαίτερος, προορίζεται για ένα συγκεκριμένο άτομο ή ομάδα ανθρώπων, όχι για να το γνωρίζουν οι άνθρωποι γενικά
    private matters - ιδιαίτερα ζητήματα
  3. ιδιαίτερος, που δεν θέλετε να το ξέρουν οι άλλοι
    I have something private to tell you, something that I would like to stay between us.
    Έχω κάτι ιδιαίτερο να σου πω, κάτι που θέλω να μείνει μεταξύ μας.
  4. ιδιωτικός, ανήκει σε μεμονωμένο πρόσωπο ή σε ανεξάρτητη εταιρεία και όχι στο κράτος
    the private sector of the economy - ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας
    private clinic - ιδιωτική κλινική
    private school - ιδιωτικό σχολείο
  5. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ιδιωτικός, δουλεύω για τον εαυτό μου και όχι για το κράτος ή μια εταιρεία
    private detective - ιδιωτικός ντέντεκτιβ
  6. ιδιωτικός, που δεν έχει επίσημο χαρακτήρα, που τον κάνει κάποιος ως ιδιώτης
    private agreement - ιδιωτικό συμφωνητικό
  7. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) οντότητα (μεταβλητή, μέθοδος, κλπ.) που έχει ορισθεί μέσα σε κλάση και είναι προσβάσιμη μόνο μέσα από την κλάση
    → δείτε και τις λέξεις public και protected
    δείτε επίσης: member accessibility στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
private privates

private (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • private στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Πηγές επεξεργασία