παραθετικά
θετικός personal
συγκριτικός more personal
υπερθετικός most personal

  Επίθετο

επεξεργασία

personal (en)

  1. προσωπικός, ιδιαίτερος, το δικό μου, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον
    ⮡  personal fortune - προσωπική περιουσία
    ⮡  I have my own personal reasons.
    Έχω τους προσωπικούς μου λόγους.
    ⮡  He has personal experiences from the war.
    Έχει προσωπικά βιώματα από τον πόλεμο.
    ⮡  personal style - προσωπικό ύφος
    ⮡  personal matters - ιδιαίτερα ζητήματα
  2. προσωπικός, που αφορά τις σχέσεις δύο προσώπων
    ⮡  He is my personal friend.
    Είναι προσωπικός φίλος μου.
  3. προσωπικός, ιδιωτικός, για την ιδιωτική ζωή ενός ατόμου και όχι για τη δουλειά ή την επίσημη θέση του
    ⮡  personal life - προσωπική/ιδιωτική ζωή
    ⮡  Don’t talk about your personal issues in front of third parties.
    Μη μιλάς για τα προσωπικά σου μπροστά σε τρίτους.
  4. προσωπικός, που γίνεται απευθείας και όχι μέσο τρίτου
    ⮡  He had a personal meeting with the minister.
    Είχε προσωπική συνάντηση με τον υπουργό.
  5. προσωπικός, ιδιαίτερος, μια δουλειά που γίνεται για ένα συγκεκριμένο άτομο και όχι για μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων ή γενικά ανθρώπων
    ⮡  He has his own personal driver/secretary.
    Έχει τον προσωπικό του οδηγό/γραμματέα.
    ⮡  personal assistant - ιδιαίτερος βοηθός

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

personal (ro)