personally
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | personally |
συγκριτικός | more personally |
υπερθετικός | most personally |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαpersonally (en)
- προσωπικά
- ⮡ Personally, I feel wonderful.
- Προσωπικά, νιώθω υπέροχα.
- ⮡ Personally, I feel wonderful.