ενικός         πληθυντικός  
personal trainer personal trainers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
personal trainer < → δείτε τις λέξεις personal και trainer

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

personal trainer (en)

  • (επάγγελμα) ο γυμναστής, ένα άτομο που πληρώνεται από κάποιον για να τον βοηθήσει να γυμναστεί
    ⮡  I am a personal trainer and I will train you!
    Είμαι γυμναστής και θα σε γυμνάσω!