προσωπικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προσωπικό < προσωπικός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προσωπικό ουδέτερο
- το σύνολο των εργαζομένων σε μια επιχείρηση ή τμήμα επιχείρησης και οργανισμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
προσωπικό
- αιτιατική ενικού του προσωπικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προσωπικός