Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταβλητή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μεταβλητός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ta.vliˈti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐βλη‐τή
ομόηχο: μεταβλητοί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταβλητή θηλυκό

  1. (μαθηματικά) η κυμαινόμενη τιμή
  2. (λογική) → δείτε τον όρο προτασιακή μεταβλητή
  3. (προγραμματισμός) ονοματισμένη η θέση στη μνήμη υπολογιστή όπου ένα πρόγραμμα μπορεί να αποθηκεύσει και να ανακαλέσει πληροφορίες, που περιέχονται σε αρχέγονους (primitive) ή σύνθετους τύπους δεδομένων (composite, compound)

Υπώνυμα επεξεργασία

πληροφορική:

πληροφορική (εμβέλεια):

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μεταβλητή

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μεταβλητή