Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταβλητή θηλυκό

  1. (μαθηματικά) η κυμαινόμενη τιμή
  2. (λογική)  δείτε τον όρο προτασιακή μεταβλητή
  3. (προγραμματισμός) ονοματισμένη η θέση στη μνήμη υπολογιστή όπου ένα πρόγραμμα μπορεί να αποθηκεύσει και να ανακαλέσει πληροφορίες, που περιέχονται σε αρχέγονους (primitive) ή σύνθετους τύπους δεδομένων (composite, compound)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία



Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία