κυμαινόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυμαινόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυμαινόμενος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.meˈno.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐μαι‐νό‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίακυμαινόμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα (κυμαίνομαι) του ρήματος κυμαίνω
- (συνήθως, οικονομία) που παρουσιάζει αυξομειώσεις, διακυμάνσεις, που δεν είναι σταθερός, που κυμαίνεται
- ↪ κυμαινόμενο επιτόκιο
- (συνήθως, οικονομία) που παρουσιάζει αυξομειώσεις, διακυμάνσεις, που δεν είναι σταθερός, που κυμαίνεται
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κυμαίνομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίακυμαινόμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (κυμαίνομαι) του ρήματος κυμαίνω