κυμαίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυμαίνομαι < παθητικός τύπος για την αρχαία ελληνική κυμαίνω (σηκώνω κύματα, φουσκώνω), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική flotant (μετοχή) ή την αγγλική flactuating ή floating[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈme.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐μαί‐νο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίακυμαίνομαι, π.αόρ.: κυμάνθηκα (αποθετικό ρήμα)
- (συνήθως για τιμές) κινούμαι ανάμεσα σε δύο σημεία
- ⮡ η τιμή του φέτος κυμάνθηκε από δέκα έως είκοσι ευρώ
- ≈ συνώνυμα: αυξομειώνομαι, ταλαντεύομαι, ανεβοκατεβαίνω
- ≠ αντώνυμα: σταθεροποιούμαι
- (σπανιότερα, για πρόσωπα) ταλαντεύομαι ανάμεσα σε δύο λύσεις, δράσεις
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κύμα
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυμαίνομαι | κυμαινόμουν(α) | θα κυμαίνομαι | να κυμαίνομαι | κυμαινόμενος | |
β' ενικ. | κυμαίνεσαι | κυμαινόσουν(α) | θα κυμαίνεσαι | να κυμαίνεσαι | ||
γ' ενικ. | κυμαίνεται | κυμαινόταν(ε) | θα κυμαίνεται | να κυμαίνεται | ||
α' πληθ. | κυμαινόμαστε | κυμαινόμαστε κυμαινόμασταν |
θα κυμαινόμαστε | να κυμαινόμαστε | ||
β' πληθ. | κυμαίνεστε | κυμαινόσαστε κυμαινόσασταν |
θα κυμαίνεστε | να κυμαίνεστε | (κυμαίνεστε) | |
γ' πληθ. | κυμαίνονται | κυμαίνονταν κυμαινόντουσαν |
θα κυμαίνονται | να κυμαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κυμάνθηκα | θα κυμανθώ | να κυμανθώ | κυμανθεί | ||
β' ενικ. | κυμάνθηκες | θα κυμανθείς | να κυμανθείς | κυμάνσου | ||
γ' ενικ. | κυμάνθηκε | θα κυμανθεί | να κυμανθεί | |||
α' πληθ. | κυμανθήκαμε | θα κυμανθούμε | να κυμανθούμε | |||
β' πληθ. | κυμανθήκατε | θα κυμανθείτε | να κυμανθείτε | κυμανθείτε | ||
γ' πληθ. | κυμάνθηκαν κυμανθήκαν(ε) |
θα κυμανθούν(ε) | να κυμανθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κυμανθεί | είχα κυμανθεί | θα έχω κυμανθεί | να έχω κυμανθεί | ||
β' ενικ. | έχεις κυμανθεί | είχες κυμανθεί | θα έχεις κυμανθεί | να έχεις κυμανθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κυμανθεί | είχε κυμανθεί | θα έχει κυμανθεί | να έχει κυμανθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κυμανθεί | είχαμε κυμανθεί | θα έχουμε κυμανθεί | να έχουμε κυμανθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κυμανθεί | είχατε κυμανθεί | θα έχετε κυμανθεί | να έχετε κυμανθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κυμανθεί | είχαν κυμανθεί | θα έχουν κυμανθεί | να έχουν κυμανθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κυμαίνομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας