πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακύμανση οι διακυμάνσεις
      γενική της διακύμανσης* των διακυμάνσεων
    αιτιατική τη διακύμανση τις διακυμάνσεις
     κλητική διακύμανση διακυμάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακυμάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία