Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διακυμαίνω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
διακυμαίνω
<
διά
+
αρχαία ελληνική
κυμαίνω
<
κῦμα
<
κύω
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*
ḱewh₁
- (
διογκώνομαι
,
φουσκώνω
)
Ρήμα
επεξεργασία
διακυμαίνω
(
ελληνιστική κοινή
)
προκαλώ
κυματισμούς
,
σηκώνω
κύματα