διακυμαίνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διακυμαίνω < διά + αρχαία ελληνική κυμαίνω < κῦμα < κύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewh₁- (διογκώνομαι, φουσκώνω)
Ρήμα
επεξεργασία
διακυμαίνω