φουσκώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φουσκώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φουσκώνω < φούσκ(α) + -ώνω [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fuˈsko.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φου‐σκώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαφουσκώνω
- (μεταβατικό) διοχετεύω αέρα στο εσωτερικό ενός αντικειμένου, ώστε αυτό να πάρει το λειτουργικό του σχήμα
- φουσκώνω τα λάστιχα του αυτοκινήτου, φουσκώνω ένα μπαλόνι
- (μεταβατικό) διοχετεύω αέρα στην μία πλευρά ενός αντικειμένου και έτσι κυρτώνω το σχήμα του
- ο άνεμος φούσκωσε τα πανιά μας
- (μεταβατικό) αυξάνω τον όγκο ή την ποσότητα ενός πράγματος
- (αμετάβατο) διογκώνομαι επειδή διοχετεύτηκε αέρας στο εσωτερικό μου
- το μπαλόνι φούσκωσε
- (αμετάβατο) αυξάνομαι σε όγκο ή σε ποσότητα
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) νιώθω περηφάνια και αυτοπεποίθηση, αναπτερώνεται το ηθικό μου
- φούσκωσε από περηφάνια
- (αμετάβατο) (για τη θάλασσα) λέγεται όταν ανεβαίνει η στάθμη του νερού λόγω παλίρροιας
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- του φουσκώνει τα μυαλά: τον επηρεάζει κάνοντάς τον να αποκτήσει υπερβολική ιδέα για τον εαυτό του και υποβάλλοντάς του ανεδαφικά και παράτολμα σχέδια
- μας φούσκωσε το λογαριασμό: μας χρέωσε περισσότερα από όσα έπρεπε
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φουσκώνω | φούσκωνα | θα φουσκώνω | να φουσκώνω | φουσκώνοντας | |
β' ενικ. | φουσκώνεις | φούσκωνες | θα φουσκώνεις | να φουσκώνεις | φούσκωνε | |
γ' ενικ. | φουσκώνει | φούσκωνε | θα φουσκώνει | να φουσκώνει | ||
α' πληθ. | φουσκώνουμε | φουσκώναμε | θα φουσκώνουμε | να φουσκώνουμε | ||
β' πληθ. | φουσκώνετε | φουσκώνατε | θα φουσκώνετε | να φουσκώνετε | φουσκώνετε | |
γ' πληθ. | φουσκώνουν(ε) | φούσκωναν φουσκώναν(ε) |
θα φουσκώνουν(ε) | να φουσκώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φούσκωσα | θα φουσκώσω | να φουσκώσω | φουσκώσει | ||
β' ενικ. | φούσκωσες | θα φουσκώσεις | να φουσκώσεις | φούσκωσε | ||
γ' ενικ. | φούσκωσε | θα φουσκώσει | να φουσκώσει | |||
α' πληθ. | φουσκώσαμε | θα φουσκώσουμε | να φουσκώσουμε | |||
β' πληθ. | φουσκώσατε | θα φουσκώσετε | να φουσκώσετε | φουσκώστε | ||
γ' πληθ. | φούσκωσαν φουσκώσαν(ε) |
θα φουσκώσουν(ε) | να φουσκώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φουσκώσει | είχα φουσκώσει | θα έχω φουσκώσει | να έχω φουσκώσει | ||
β' ενικ. | έχεις φουσκώσει | είχες φουσκώσει | θα έχεις φουσκώσει | να έχεις φουσκώσει | ||
γ' ενικ. | έχει φουσκώσει | είχε φουσκώσει | θα έχει φουσκώσει | να έχει φουσκώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φουσκώσει | είχαμε φουσκώσει | θα έχουμε φουσκώσει | να έχουμε φουσκώσει | ||
β' πληθ. | έχετε φουσκώσει | είχατε φουσκώσει | θα έχετε φουσκώσει | να έχετε φουσκώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φουσκώσει | είχαν φουσκώσει | θα έχουν φουσκώσει | να έχουν φουσκώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία φουσκώνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φουσκώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας