Ετυμολογία

επεξεργασία
φουσκώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φουσκώνω < φούσκ(α) + -ώνω [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fuˈsko.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φου‐σκώ‐νω

φουσκώνω

  1. (μεταβατικό) διοχετεύω αέρα στο εσωτερικό ενός αντικειμένου, ώστε αυτό να πάρει το λειτουργικό του σχήμα
    φουσκώνω τα λάστιχα του αυτοκινήτου, φουσκώνω ένα μπαλόνι
  2. (μεταβατικό) διοχετεύω αέρα στην μία πλευρά ενός αντικειμένου και έτσι κυρτώνω το σχήμα του
    ο άνεμος φούσκωσε τα πανιά μας
  3. (μεταβατικό) αυξάνω τον όγκο ή την ποσότητα ενός πράγματος
  4. (αμετάβατο) διογκώνομαι επειδή διοχετεύτηκε αέρας στο εσωτερικό μου
    το μπαλόνι φούσκωσε
  5. (αμετάβατο) αυξάνομαι σε όγκο ή σε ποσότητα
  6. (αμετάβατο) (μεταφορικά) νιώθω περηφάνια και αυτοπεποίθηση, αναπτερώνεται το ηθικό μου
    φούσκωσε από περηφάνια
  7. (αμετάβατο) (για τη θάλασσα) λέγεται όταν ανεβαίνει η στάθμη του νερού λόγω παλίρροιας

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • του φουσκώνει τα μυαλά: τον επηρεάζει κάνοντάς τον να αποκτήσει υπερβολική ιδέα για τον εαυτό του και υποβάλλοντάς του ανεδαφικά και παράτολμα σχέδια
  • μας φούσκωσε το λογαριασμό: μας χρέωσε περισσότερα από όσα έπρεπε

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία