↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φουσκωμένος η φουσκωμένη το φουσκωμένο
      γενική του φουσκωμένου της φουσκωμένης του φουσκωμένου
    αιτιατική τον φουσκωμένο τη φουσκωμένη το φουσκωμένο
     κλητική φουσκωμένε φουσκωμένη φουσκωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φουσκωμένοι οι φουσκωμένες τα φουσκωμένα
      γενική των φουσκωμένων των φουσκωμένων των φουσκωμένων
    αιτιατική τους φουσκωμένους τις φουσκωμένες τα φουσκωμένα
     κλητική φουσκωμένοι φουσκωμένες φουσκωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φουσκωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου φουσκώνω

φουσκωμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν φουσκώσει
  2. (για ποτάμια) που το επίπεδό του έχει ανεβεί πολύ λόγω μεγάλων βροχοπτώσεων
    ο Πηνειός είναι φουσκωμένος
  3. (για λογαριασμό, φόρο, κλπ) υψηλός
    ο λογαριασμός τηλεφώνου είναι πολύ φουσκωμένος αυτό το μήνα
  4. (για μια υπόθεση, εργασία, κλπ) πολυπληθής, με πολλά στοιχεία
    φουσκωμένος χαρτοφύλακας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία