swollen
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | swollen |
συγκριτικός | more swollen |
υπερθετικός | most swollen |
swollen (en)
- πρησμένος, φουσκωμένος, διογκωμένος, για μέρος του σώματος που είναι μεγαλύτερο από το κανονικό, ειδικά ως αποτέλεσμα ασθένειας ή τραυματισμού
- ⮡ The doctor felt the patient’s swollen neck.
- Ο γιατρός ψηλάφισε τον πρησμένο λαιμό του αρρώστου.
- ⮡ swollen cheeks - φουσκωμένα μάγουλα
- ⮡ His liver is swollen.
- Το συκώτι του είναι διογκωμένο.
- ⮡ The doctor felt the patient’s swollen neck.
- φουσκωμένος, για ένα ποτάμι που περιέχει περισσότερο νερό από το κανονικό
- ⮡ The river was swollen.
- Το ποτάμι ήταν φουσκωμένο.
- ⮡ The river was swollen.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαswollen (en)