Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /swɛl/
 

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
swell < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική swellen < αγγλοσαξονική < πρωτογερμανική < άγνωστης ετυμολογίας
το ουσιαστικό: < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική swelle < ρήμα swellen

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
swell swells

swell (en)

  1. η ενέργεια του ρήματος swell (φουσκώνω)
    1. η αύξηση του μεγέθους
    2. (μουσική) η σταδιακή αύξηση του crescendo
  2. (παρωχημένο) άνθρωπος πολύ κομψός
  3. (ανεπίσημο) άνθρωπος σημαντικός, ανώτερης τάξης
ενεστώτας swell
γ΄ ενικό ενεστώτα swells
αόριστος swelled, swole
παθητική μετοχή swelled, swollen
ενεργητική μετοχή swelling

swell (en)

  1. (αμετάβατο) φουσκώνω
    ⮡  he swelled from pride - φούσκωσε από περηφάνια
    ⮡  The river was swollen from the melted snow.
    Το ποτάμι ήταν φουσκωμένο από το κυρωμένα χιόνια.

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
swell < ουσιαστικό swell κατά τη σημασία του «κομψός»

  Επίθετο

επεξεργασία

swell (en)

  1. (παρωχημένο) κομψός, ντυμένος μεγούστο
  2. (παρωχημένο, ΗΠΑ, Καναδάς) εξαιρετικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

swell (en)

  • swell - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
  • swell - Cambridge Dictionary online
  • swell - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC
  • swell - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • swell - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  • swell - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 945-946. ISBN 9780194325684. , λήμμα: φουσκώνω