swell
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- swell < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική swellen < αγγλοσαξονική < πρωτογερμανική < άγνωστης ετυμολογίας
- το ουσιαστικό: < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική swelle < ρήμα swellen
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
swell | swells |
swell (en)
- η ενέργεια του ρήματος swell (φουσκώνω)
- (παρωχημένο) άνθρωπος πολύ κομψός
- (ανεπίσημο) άνθρωπος σημαντικός, ανώτερης τάξης
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | swell |
γ΄ ενικό ενεστώτα | swells |
αόριστος | swelled, swole |
παθητική μετοχή | swelled, swollen |
ενεργητική μετοχή | swelling |
swell (en)
- (αμετάβατο) φουσκώνω
- ⮡ he swelled from pride - φούσκωσε από περηφάνια
- ⮡ The river was swollen from the melted snow.
- Το ποτάμι ήταν φουσκωμένο από το κυρωμένα χιόνια.
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαswell (en)
- (παρωχημένο) κομψός, ντυμένος μεγούστο
- (παρωχημένο, ΗΠΑ, Καναδάς) εξαιρετικός
Επίρρημα
επεξεργασίαswell (en)
- (παρωχημένο, ανεπίσημο, ΗΠΑ, Καναδάς) πολύ καλά
Πηγές
επεξεργασία- swell - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- swell - Cambridge Dictionary online
- swell - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC
- swell - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- swell - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- swell - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 945-946. ISBN 9780194325684., λήμμα: φουσκώνω