πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σημαντικός η σημαντική το σημαντικό
      γενική του σημαντικού της σημαντικής του σημαντικού
    αιτιατική τον σημαντικό τη σημαντική το σημαντικό
     κλητική σημαντικέ σημαντική σημαντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σημαντικοί οι σημαντικές τα σημαντικά
      γενική των σημαντικών των σημαντικών των σημαντικών
    αιτιατική τους σημαντικούς τις σημαντικές τα σημαντικά
     κλητική σημαντικοί σημαντικές σημαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σημαντικός σημαντική τὸ σημαντικόν
      γενική τοῦ σημαντικοῦ τῆς σημαντικῆς τοῦ σημαντικοῦ
      δοτική τῷ σημαντικ τῇ σημαντικ τῷ σημαντικ
    αιτιατική τὸν σημαντικόν τὴν σημαντικήν τὸ σημαντικόν
     κλητική ! σημαντικέ σημαντική σημαντικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σημαντικοί αἱ σημαντικαί τὰ σημαντικᾰ́
      γενική τῶν σημαντικῶν τῶν σημαντικῶν τῶν σημαντικῶν
      δοτική τοῖς σημαντικοῖς ταῖς σημαντικαῖς τοῖς σημαντικοῖς
    αιτιατική τοὺς σημαντικούς τὰς σημαντικᾱ́ς τὰ σημαντικᾰ́
     κλητική ! σημαντικοί σημαντικαί σημαντικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σημαντικώ τὼ σημαντικᾱ́ τὼ σημαντικώ
      γεν-δοτ τοῖν σημαντικοῖν τοῖν σημαντικαῖν τοῖν σημαντικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
σημαντικός < σημαίνω, σημαν- + -τικός[1]

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

σημαντικη