σήμαντρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σήμαντρον | τὰ | σήμαντρᾰ |
γενική | τοῦ | σημάντρου | τῶν | σημάντρων |
δοτική | τῷ | σημάντρῳ | τοῖς | σημάντροις |
αιτιατική | τὸ | σήμαντρον | τὰ | σήμαντρᾰ |
κλητική ὦ! | σήμαντρον | σήμαντρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σημάντρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σημάντροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σήμαντρον < σημαν- του σημαίνω + -τρον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: σήμαντρο με διαφορετική σημασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασήμαντρον, -ου ουδέτερο
- άλλη μορφή του σημαντήριον: σημάδι, σφραγίδα, βούλα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις σημαίνω και σήμα
Πηγές
επεξεργασία- σήμαντρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σήμαντρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.