σημάδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σημάδι | τα | σημάδια |
γενική | του | σημαδιού | των | σημαδιών |
αιτιατική | το | σημάδι | τα | σημάδια |
κλητική | σημάδι | σημάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σημάδι < μεσαιωνική ελληνική σημάδιον (υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού σῆμα)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασημάδι ουδέτερο
- ακαθόριστο σημείο, σχήμα ή αντικείμενο που μπορεί να χρησιμεύσει σαν αναγνωριστικό
- (ειδικότερα) στόχος, σημείο ή αντικείμενο που χρησιμεύει για σκοποβολή
- (ειδικότερα) κάποια διαφοροποίηση στο δέρμα ενός ανθρώπου που χρησιμεύει σαν αναγνωριστικό (ουλή, μελανιά, τατουάζ κλπ)
- (μεταφορικά) προμήνυμα, φαινόμενο ή γεγονός που μπορεί να θεωρηθεί πως κάτι πρόκειται να γίνει
Εκφράσεις
επεξεργασία- ξέρω σημάδι: σκοπεύω πολύ καλά