Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σημάδι τα σημάδια
      γενική του σημαδιού των σημαδιών
    αιτιατική το σημάδι τα σημάδια
     κλητική σημάδι σημάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σημάδι < μεσαιωνική ελληνική σημάδιον (υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού σῆμα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈma.ði/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σημάδι ουδέτερο

  1. ακαθόριστο σημείο, σχήμα ή αντικείμενο που μπορεί να χρησιμεύσει σαν αναγνωριστικό
    • (ειδικότερα) στόχος, σημείο ή αντικείμενο που χρησιμεύει για σκοποβολή
    • (ειδικότερα) κάποια διαφοροποίηση στο δέρμα ενός ανθρώπου που χρησιμεύει σαν αναγνωριστικό (ουλή, μελανιά, τατουάζ κλπ)
  2. (μεταφορικά) προμήνυμα, φαινόμενο ή γεγονός που μπορεί να θεωρηθεί πως κάτι πρόκειται να γίνει

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ξέρω σημάδι: σκοπεύω πολύ καλά

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία