σημαδιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σημαδιακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίασημαδιακός, -ή, -ό
- που αποτελεί σημείο ότι κάτι θα συμβεί, που προμηνύει κάτι σημαντικό
- ※ Ο Αντώνης θυμάται πάντα με συγκίνηση τη μέρα αυτή, που στάθηκε μέρα σημαδιακή για όλη τη ζωή του. (Τάκης Αδάμος Ποιος θα εμποδίσει την άνοιξη; [διήγημα], Εκδ. Καστανιώτη, 1981)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σημαδιακός