σημαδιακός
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σημαδιακός < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σημαδιακός, -ή, -ό
- που αποτελεί σημείο ότι κάτι θα συμβεί, που προμηνύει κάτι σημαντικό
- ※ Ο Αντώνης θυμάται πάντα με συγκίνηση τη μέρα αυτή, που στάθηκε μέρα σημαδιακή για όλη τη ζωή του. (Τάκης Αδάμος Ποιος θα εμποδίσει την άνοιξη; [διήγημα])
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σημαδιακός