marquant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- marquant < marquer
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | marquant | marquants |
θηλυκό | marquante | marquantes |
marquant (fr)
- σημαδιακός, αξιοπρόσεκτος, χαρακτηριστικός, που σημαδεύει κάτι, στιγματικός