Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στιγματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στιγματικ
ός
η
στιγματικ
ή
το
στιγματικ
ό
γενική
του
στιγματικ
ού
της
στιγματικ
ής
του
στιγματικ
ού
αιτιατική
τον
στιγματικ
ό
τη
στιγματικ
ή
το
στιγματικ
ό
κλητική
στιγματικ
έ
στιγματικ
ή
στιγματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στιγματικ
οί
οι
στιγματικ
ές
τα
στιγματικ
ά
γενική
των
στιγματικ
ών
των
στιγματικ
ών
των
στιγματικ
ών
αιτιατική
τους
στιγματικ
ούς
τις
στιγματικ
ές
τα
στιγματικ
ά
κλητική
στιγματικ
οί
στιγματικ
ές
στιγματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στιγματικός
<
στίγμα
, θέμα
στίγματ-
+
-ικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
stiɣ.ma.tiˈkos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
στιγ
‐
μα
‐
τι
‐
κός
Επίθετο
επεξεργασία
στιγματικός
, -ή, -ό
που σχετίζεται ή αναφέρεται σε
στίγμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στιγματικός
γαλλικά
:
marquant
(fr)
,
stigmatisant
(fr)