ακαθόριστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαθόριστος < α- + καθορίζ(ω) + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαακαθόριστος, -η, -ο
- που δεν έχει καθοριστεί με ακρίβεια ή δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί
- μια ακαθόριστη ανησυχία δεν με άφηνε να κοιμηθώ
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ακαθόριστα
- ακαθοριστία
- ακαθόριστο
- → δείτε τις λέξεις καθορίζω, ορίζω και όρος