indeterminate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/ˌɪndɪˈtəːmɪnət/
Ετυμολογία en
επεξεργασίαπρώιμος 17ος αιώνας: indeterminate < ύστερα λατινικά: indeterminatus < in- «όχι, μη, α-» + λατινικά: determinatus «περιορισμένος, πεπερασμένος, οριοθετημένος, καθορισμένος»
(βλέπε: determinate)
Επίθετο
επεξεργασίαindeterminate (en)
- ακαθόριστος
- απροσδιόριστος, ασαφής, μη κατασταλαγμένων ιδιοτήτων-χαρακτηριστικών