συγκεχυμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συγκεχυμένος < αρχαία ελληνική συγκεχυμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συγχέω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /siŋ.ɟε.çiˈmε.nɔs/
ΜετοχήΕπεξεργασία
συγκεχυμένος, -η, -ο
Επεξεργασία
- συγκεχυμένα
- → δείτε τις λέξεις χέω και χύνω
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- συγκεχυμένος: παθητική μετοχή του ρήματος συγχέω (σημαίνει μπερδεμένος, δυσδιάκριτος)
- συγχυσμένος: παθητική μετοχή του ρήματος συγχύζω (σημαίνει αναστατωμένος)