Δείτε επίσης: συγχυσμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκεχυμένος η συγκεχυμένη το συγκεχυμένο
      γενική του συγκεχυμένου της συγκεχυμένης του συγκεχυμένου
    αιτιατική τον συγκεχυμένο τη συγκεχυμένη το συγκεχυμένο
     κλητική συγκεχυμένε συγκεχυμένη συγκεχυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκεχυμένοι οι συγκεχυμένες τα συγκεχυμένα
      γενική των συγκεχυμένων των συγκεχυμένων των συγκεχυμένων
    αιτιατική τους συγκεχυμένους τις συγκεχυμένες τα συγκεχυμένα
     κλητική συγκεχυμένοι συγκεχυμένες συγκεχυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκεχυμένος < αρχαία ελληνική συγκεχυμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συγχέω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siŋ.ɟe.çiˈme.nos/

συγκεχυμένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία