Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκεχυμένα < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

συγκεχυμένα

  • ακαθόριστα, θολά, αμυδρά, θαμπά

  Μεταφράσεις επεξεργασία