Δείτε επίσης: συγκεχυμένος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγχυσμένος η συγχυσμένη το συγχυσμένο
      γενική του συγχυσμένου της συγχυσμένης του συγχυσμένου
    αιτιατική τον συγχυσμένο τη συγχυσμένη το συγχυσμένο
     κλητική συγχυσμένε συγχυσμένη συγχυσμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγχυσμένοι οι συγχυσμένες τα συγχυσμένα
      γενική των συγχυσμένων των συγχυσμένων των συγχυσμένων
    αιτιατική τους συγχυσμένους τις συγχυσμένες τα συγχυσμένα
     κλητική συγχυσμένοι συγχυσμένες συγχυσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

συγχυσμένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία