χύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χύνω < αρχαία ελληνική χέω (όταν στο θέμα αορίστου χυ- αναπτύχθηκε το πρόσφυμα ν και δημιουργήθηκε το θέμα χυν-)
Ρήμα
επεξεργασίαχύνω (μεσοπαθητικό: χύνομαι)
- (μεταβατικό) προκαλώ τη ροή ενός υγρού από το δοχείο στο οποίο βρισκόταν προς τα κάτω.
- έχυσες τον καφέ πάνω στα ρούχα σου.
- (μεταβατικό) οδηγώ μία ρευστή μάζα μετάλλου μέσα στο καλούπι όπου θα στερεοποιηθεί και θα αποκτήσει το επιθυμητό σχήμα.
- (αμετάβατο) (χυδαίο) εκσπερματίζω, φτάνω σε οργασμό.
Εκφράσεις
επεξεργασία- χύνεται αίμα
- χύνεται πολλή μελάνη ή χύνεται πολύ μελάνι
- χύνω λάδι στη φωτιά, → δείτε την έκφραση: ρίχνω λάδι στη φωτιά
- χύνω αίμα
- χύνω δάκρυα
- χύνω δηλητήριο
- χύνω ιδρώτα
- χύνω την καρδάρα με το γάλα, → δείτε την έκφραση: κλοτσάω την καρδάρα με το γάλα
- χύνω το αίμα μου
- χύνω φαρμάκι
- χύνω φως (πάνω) σε κάτι
- χύνω χολή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χύνω | έχυνα | θα χύνω | να χύνω | χύνοντας | |
β' ενικ. | χύνεις | έχυνες | θα χύνεις | να χύνεις | χύνε | |
γ' ενικ. | χύνει | έχυνε | θα χύνει | να χύνει | ||
α' πληθ. | χύνουμε | χύναμε | θα χύνουμε | να χύνουμε | ||
β' πληθ. | χύνετε | χύνατε | θα χύνετε | να χύνετε | χύνετε | |
γ' πληθ. | χύνουν(ε) | έχυναν χύναν(ε) |
θα χύνουν(ε) | να χύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έχυσα | θα χύσω | να χύσω | χύσει | ||
β' ενικ. | έχυσες | θα χύσεις | να χύσεις | χύσε | ||
γ' ενικ. | έχυσε | θα χύσει | να χύσει | |||
α' πληθ. | χύσαμε | θα χύσουμε | να χύσουμε | |||
β' πληθ. | χύσατε | θα χύσετε | να χύσετε | χύστε | ||
γ' πληθ. | έχυσαν χύσαν(ε) |
θα χύσουν(ε) | να χύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χύσει | είχα χύσει | θα έχω χύσει | να έχω χύσει | ||
β' ενικ. | έχεις χύσει | είχες χύσει | θα έχεις χύσει | να έχεις χύσει | ||
γ' ενικ. | έχει χύσει | είχε χύσει | θα έχει χύσει | να έχει χύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χύσει | είχαμε χύσει | θα έχουμε χύσει | να έχουμε χύσει | ||
β' πληθ. | έχετε χύσει | είχατε χύσει | θα έχετε χύσει | να έχετε χύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χύσει | είχαν χύσει | θα έχουν χύσει | να έχουν χύσει |
|
Συγγενικά
επεξεργασία- από το χέω και το θέμα χυ
- χυτός
- χύδην
- χύμα, χυμένος
- χυδαίος
- χύτρα
- χυλός
- καθώς και σε σύνθετη μορφή τα
- εγχέω, έγχυση
- συγχέω, σύγχυση και συγχύζομαι
- διαχέω, διάχυση
- ξεχύνομαι
- συγκεχυμένος
- περιχυμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία χύνω υγρό
Πηγές
επεξεργασία- χύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χύνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'χύνω'.