ξεχύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεχύνομαι < μεσαιωνική ελληνική από τον αόριστο ἐξέχυσα < αρχαία ελληνική ἐκχέω
Ρήμα
επεξεργασίαξεχύνομαι
- (για υγρά) ξεπερνώ ένα όριο και απλώνομαι προς όλες τις κατευθύνσεις
- Τα νερά του ποταμού ξεχύθηκαν στον κάμπο
- (για ανθρώπους) μετακινούμαι έντονα πέρα από ένα όριο, ορμητικά, μαζικά
- Οι αγανακτισμένοι ξεχύθηκαν στους δρόμους
- ορμάω, χιμάω επιθετικά
- Δεν πρόλαβα να μιλήσω και ξεχύθηκε πάνω μου με τα νύχια έξω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεχύνομαι | ξεχυνόμουν(α) | θα ξεχύνομαι | να ξεχύνομαι | ||
β' ενικ. | ξεχύνεσαι | ξεχυνόσουν(α) | θα ξεχύνεσαι | να ξεχύνεσαι | (ξεχύνου) | |
γ' ενικ. | ξεχύνεται | ξεχυνόταν(ε) | θα ξεχύνεται | να ξεχύνεται | ||
α' πληθ. | ξεχυνόμαστε | ξεχυνόμαστε ξεχυνόμασταν |
θα ξεχυνόμαστε | να ξεχυνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεχύνεστε | ξεχυνόσαστε ξεχυνόσασταν |
θα ξεχύνεστε | να ξεχύνεστε | (ξεχύνεστε) | |
γ' πληθ. | ξεχύνονται | ξεχύνονταν ξεχυνόντουσαν |
θα ξεχύνονται | να ξεχύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεχύθηκα | θα ξεχυθώ | να ξεχυθώ | ξεχυθεί | ||
β' ενικ. | ξεχύθηκες | θα ξεχυθείς | να ξεχυθείς | ξεχύσου | ||
γ' ενικ. | ξεχύθηκε | θα ξεχυθεί | να ξεχυθεί | |||
α' πληθ. | ξεχυθήκαμε | θα ξεχυθούμε | να ξεχυθούμε | |||
β' πληθ. | ξεχυθήκατε | θα ξεχυθείτε | να ξεχυθείτε | ξεχυθείτε | ||
γ' πληθ. | ξεχύθηκαν ξεχυθήκαν(ε) |
θα ξεχυθούν(ε) | να ξεχυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεχυθεί | είχα ξεχυθεί | θα έχω ξεχυθεί | να έχω ξεχυθεί | ξεχυμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεχυθεί | είχες ξεχυθεί | θα έχεις ξεχυθεί | να έχεις ξεχυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεχυθεί | είχε ξεχυθεί | θα έχει ξεχυθεί | να έχει ξεχυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεχυθεί | είχαμε ξεχυθεί | θα έχουμε ξεχυθεί | να έχουμε ξεχυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεχυθεί | είχατε ξεχυθεί | θα έχετε ξεχυθεί | να έχετε ξεχυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεχυθεί | είχαν ξεχυθεί | θα έχουν ξεχυθεί | να έχουν ξεχυθεί |