Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεχύνομαι < μεσαιωνική ελληνική από τον αόριστο ἐξέχυσα < αρχαία ελληνική ἐκχέω

ξεχύνομαι

  1. (για υγρά) ξεπερνώ ένα όριο και απλώνομαι προς όλες τις κατευθύνσεις
    Τα νερά του ποταμού ξεχύθηκαν στον κάμπο
  2. (για ανθρώπους) μετακινούμαι έντονα πέρα από ένα όριο, ορμητικά, μαζικά
    Οι αγανακτισμένοι ξεχύθηκαν στους δρόμους
  3. ορμάω, χιμάω επιθετικά
    Δεν πρόλαβα να μιλήσω και ξεχύθηκε πάνω μου με τα νύχια έξω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία