Ετυμολογία

επεξεργασία

χυμένος

  1. που έχει χυθεί
    χυμένο στο πάτωμα, χυμένος σε καλούπι Αμάν πια με τους χυμένους καφέδες πάνω στο πληκτρολόγιο
  2. που έχει λυθεί, που είναι χυτός
    με τα μαλλιά χυμένα στους ώμους
  3. που έχει ορμήσει παράφορα, σαν ποταμός
    Ηταν χυμένος επάνω της και η κοπέλα δεν ήξερε από πού να φύγει
    Ο κόσμος ήταν χυμένος στους δρόμους, ανάστατος...
  4. χαλαρωμένος σε βαθμό υπερβολικό, σχεδόν ξαπλωμένος ή και όντως ξαπλωμένος, σε κατάσταση όμως αφύσικη
    Κάθεσαι χυμένος στο γραφείο και παριστάνεις ότι δουλεύεις
    Ηταν σκνίπα στο μεθύσι, τον βρήκα λιώμα, χυμένο στο πάτωμα


Μεταφράσεις

επεξεργασία