χυμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χύνω.
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χυμένος | η | χυμένη | το | χυμένο |
γενική | του | χυμένου | της | χυμένης | του | χυμένου |
αιτιατική | τον | χυμένο | τη | χυμένη | το | χυμένο |
κλητική | χυμένε | χυμένη | χυμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χυμένοι | οι | χυμένες | τα | χυμένα |
γενική | των | χυμένων | των | χυμένων | των | χυμένων |
αιτιατική | τους | χυμένους | τις | χυμένες | τα | χυμένα |
κλητική | χυμένοι | χυμένες | χυμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίαχυμένος
- που έχει χυθεί
- χυμένο στο πάτωμα, χυμένος σε καλούπι Αμάν πια με τους χυμένους καφέδες πάνω στο πληκτρολόγιο
- που έχει λυθεί, που είναι χυτός
- με τα μαλλιά χυμένα στους ώμους
- που έχει ορμήσει παράφορα, σαν ποταμός
- Ηταν χυμένος επάνω της και η κοπέλα δεν ήξερε από πού να φύγει
- Ο κόσμος ήταν χυμένος στους δρόμους, ανάστατος...
- χαλαρωμένος σε βαθμό υπερβολικό, σχεδόν ξαπλωμένος ή και όντως ξαπλωμένος, σε κατάσταση όμως αφύσικη
- Κάθεσαι χυμένος στο γραφείο και παριστάνεις ότι δουλεύεις
- Ηταν σκνίπα στο μεθύσι, τον βρήκα λιώμα, χυμένο στο πάτωμα