Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
έγχυση
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
έγχυση
<
ελληνιστική κοινή
ἔγχῠσις
<
αρχαία ελληνική
ἐγχέω
<
ἐν
+
χέω
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
έγχυση
θηλυκό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
εγχέω
το να ρίχνει κάποιος υγρή
ουσία
σε
δοχείο
,
αγγείο
ή στον οργανισμό (με
ενέση
, για θεραπευτικούς σκοπούς)
το
υγρό
που εγχέεται σε
δοχείο
,
αγγείο
ή στον
οργανισμό
η
ενδοφλέβια
ή
υποδόρια
ενστάλαξη
μεγάλων ποσοτήτων υγρών σε
ασθενή
με ειδικές συσκευές, προκειμένου να δράσουν άμεσα και γρήγορα
Συνώνυμα
Επεξεργασία
χύσιμο
ορός
ένεση
Αντώνυμα
Επεξεργασία
έκχυση
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
έγχυση
αγγλικά
:
perfusion
(en)