Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εγχύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγχέω
  2. θα εγχύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγχέω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

εγχύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έγχυση