εγχύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεγχύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγχέω
- θα εγχύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγχέω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεγχύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έγχυση