έκχυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έκχυση | οι | εκχύσεις |
γενική | της | έκχυσης* | των | εκχύσεων |
αιτιατική | την | έκχυση | τις | εκχύσεις |
κλητική | έκχυση | εκχύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκχύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έκχυση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκχυ(σις) + -ση < ἐκχύνω < αρχαία ελληνική ἐκχέω < χέω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική effusion[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈek.çi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έκ‐χυ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέκχυση θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ έκχυση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας