αγγείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγγείο | τα | αγγεία |
γενική | του | αγγείου | των | αγγείων |
αιτιατική | το | αγγείο | τα | αγγεία |
κλητική | αγγείο | αγγεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγγείο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγγεῖον → δείτε και τη λέξη αγγειό
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋˈɟi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γεί‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγείο ουδέτερο
- (κεραμική, αρχαιολογία) πήλινο σκεύος που περιέχει υγρό
- ※ Η ανάμειξη του κρασιού με το νερό γινόταν μέσα σε μεγάλα ευρύστομα αγγεία, γνωστά ως κρατήρες, και η συνήθης αναλογία ήταν τρία μέρη νερού προς ένα οίνου.
- Μιχάλης Α. Τιβέριος, Γιατί οι αρχαίοι «έβαζαν νερό» στο κρασί τους, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008
- ※ Η ανάμειξη του κρασιού με το νερό γινόταν μέσα σε μεγάλα ευρύστομα αγγεία, γνωστά ως κρατήρες, και η συνήθης αναλογία ήταν τρία μέρη νερού προς ένα οίνου.
- (ανατομία) φυσικός σωλήνας του σώματος μέσα στον οποίο ρέει αίμα
- ※ Για πρώτη φορά στις ΗΠΑ ιατρική ομάδα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ντιουκ εμφύτευσε στο χέρι ασθενούς με νεφρική νόσο τελικού σταδίου ένα αιμοφόρο αγγείο-«προϊόν» βιοτεχνολογίας.
- Θεοδώρα Τσώλη, Μεταμόσχευση αιμοφόρου αγγείου εργαστηρίου, Το Βήμα, 7 Ιουνίου 2013
- ※ Για πρώτη φορά στις ΗΠΑ ιατρική ομάδα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ντιουκ εμφύτευσε στο χέρι ασθενούς με νεφρική νόσο τελικού σταδίου ένα αιμοφόρο αγγείο-«προϊόν» βιοτεχνολογίας.
- (βοτανική, συνήθως στον πληθυντικό) αγωγός στον οποίο μεταφέρονται οι χυμοί του φυτού
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αγγειακός
- αγγειεκτασία
- αγγειΐτιδα
- αγγειοβλάστη
- αγγειοβλάστωμα
- αγγειογένεση
- αγγειογόνος
- αγγειογραφία
- αγγειοδιαβατότητα
- αγγειοδιαπερατότητα
- αγγειοδιασταλτικός
- αγγειοδιαστολή
- αγγειοδυσπλασία
- αγγειοθρύπτης
- αγγειοΐνωμα
- αγγειοκαρδιογραφία
- αγγειοκαρδίτιδα
- αγγειοκεράτωμα
- αγγειοκινητικός
- αγγειόλιθος
- αγγειολίπωμα
- αγγειολογία
- αγγειολυκοειδές
- αγγειόμορφος
- αγγειομυολίπωμα
- αγγειομυοσάρκωμα
- αγγειονευρομύωμα
- αγγειονευροπάθεια
- αγγειοοίδημα
- αγγειοπάθεια
- αγγειοπιεσίνη
- αγγειοπλαστική
- αγγειοποίηση
- αγγειοραφή
- αγγειοσάρκωμα
- αγγειοσκλήρυνση
- αγγειοσκόπιο
- αγγειόσπασμος
- αγγειοστέγνωση
- αγγειοσύσπαση
- αγγειοσυσπαστικός
- αγγειοσυστολή
- αγγειοτενσινάση
- αγγειοτενσίνη
- αγγειοτενσινογόνο
- αγγειοτόμιο
- αγγειοτρόπος
- αγγειοχάλαση
- αγγείωμα
- αγγειωμάτωση
- → δείτε τη λέξη λεμφαγγείο
- αγγειο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγγειο- στο Βικιλεξικό
- όπως αγγειοπλαστική, αγγειοχειρουργική, κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγείο
Πηγές
επεξεργασία- αγγείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγγείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)