αγγειοβλάστη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγειοβλάστη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική angioblast < αρχαία ελληνική ἀγγεῖον + βλάστη
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγειοβλάστη θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αγγειοβλαστικός
- αγγειοανοσοβλαστικός
- αιμαγγειοβλάστη
- → δείτε τις λέξεις αγγείο και βλαστός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγειοβλάστη