Δείτε επίσης: αγγείο, αγγειό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀγγεῖον τὰ ἀγγεῖ
      γενική τοῦ ἀγγείου τῶν ἀγγείων
      δοτική τῷ ἀγγεί τοῖς ἀγγείοις
    αιτιατική τὸ ἀγγεῖον τὰ ἀγγεῖ
     κλητική ! ἀγγεῖον ἀγγεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγγείω
γεν-δοτ τοῖν  ἀγγείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγγεῖον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀγγεῖον ουδέτερο

  1. (κεραμική) το αγγείο
  2. (ανατομία) το αγγείο