Δείτε επίσης: αγγείο, ἀγγεῖον

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγειό < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγγεῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγγειό ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό, κουζινικά) δοχείο, οικιακό σκεύος
  2. (ιδιωματικό) ασκός για αποθήκευση προϊόντων (π.χ. βούτυρο, τυρί)
  3. (ιδιωματικό, μουσικό όργανο) πνευστό μουσικό όργανο, ο άσκαυλος
     συνώνυμα: αγγειόπουλλο
  4. (ιδιωματικό, στον πληθυντικό) τα αναγκαία πράγματα για όσους ταξιδεύουν ή πάνε σε γεωργικές εργασίες
  5. (ιδιωματικό, στον πληθυντικό) κλινοσκεπάσματα, στρώματα
  6. (ιδιωματικό, ανατομία) το αιδοίο
  7. (ιδιωματικό, ανατομία, στον πληθυντικό) οι όρχεις

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • αγγειό -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»