αγγειό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγγειό < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγγεῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγγειό ουδέτερο
- (ιδιωματικό, κουζινικά) δοχείο, οικιακό σκεύος
- (ιδιωματικό) ασκός για αποθήκευση προϊόντων (π.χ. βούτυρο, τυρί)
- (ιδιωματικό, μουσικό όργανο) πνευστό μουσικό όργανο, ο άσκαυλος
- (ιδιωματικό, στον πληθυντικό) τα αναγκαία πράγματα για όσους ταξιδεύουν ή πάνε σε γεωργικές εργασίες
- (ιδιωματικό, στον πληθυντικό) κλινοσκεπάσματα, στρώματα
- (ιδιωματικό, ανατομία) το αιδοίο
- (ιδιωματικό, ανατομία, στον πληθυντικό) οι όρχεις
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- αγγειό - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης» / ΙΛΝΕ@TLG στο Thesaurus Linguae Graecae online έως το λήμμα «δόγης»