Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγειόπουλλο < αγγειό + υποκοριστικό επίθημα -πουλλο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
  1. μικρός ασκός
  2. (μουσικό όργανο) πνευστό μουσικό όργανο, ο άσκαυλος

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • αγγειόπουλλο -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»