πνευστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πνευστός | η | πνευστή | το | πνευστό |
γενική | του | πνευστού | της | πνευστής | του | πνευστού |
αιτιατική | τον | πνευστό | την | πνευστή | το | πνευστό |
κλητική | πνευστέ | πνευστή | πνευστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πνευστοί | οι | πνευστές | τα | πνευστά |
γενική | των | πνευστών | των | πνευστών | των | πνευστών |
αιτιατική | τους | πνευστούς | τις | πνευστές | τα | πνευστά |
κλητική | πνευστοί | πνευστές | πνευστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πνευστός < ελληνιστική κοινή πνευστός < αρχαία ελληνική πνέω ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Blasinstrument[1] [2])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pnefˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πνευ‐στός
Επίθετο
επεξεργασίαπνευστός, -ή, -ό
- που παράγεται με φύσημα ή λειτουργεί μ’ αυτό
- (ουσιαστικοποιημένο) πνευστό: (μουσική) το μουσικό όργανο που παράγει ήχο με φύσημα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πνέω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πνευστό μουσικό όργανο
|
- ↑ πνευστός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ πνευστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας