φύσημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φύσημα | τα | φυσήματα |
γενική | του | φυσήματος | των | φυσημάτων |
αιτιατική | το | φύσημα | τα | φυσήματα |
κλητική | φύσημα | φυσήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φύσημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφύσημα ουδέτερο
- μετακίνηση αέριας μάζας
- ⮡ το φύσημα του ανέμου
- εκπνοή αέρα απο το στόμα
- έξοδος αέρα και βλέννας από τη μύτη με δυνατή εκπνοή
- ⮡ το φύσημα της μύτης
- (ιατρική) μη φυσιολογικος ήχος που οφείλεται σε στροβιλισμό του αίματος κατά την κυκλοφορία του και ο οποίος μπορεί να υποδηλώνει καρδιακή πάθηση
- (μεταφορικά) η αποπομπή, το διώξιμο, η απόλυση κάποιου
- εκφράσεις: τρώω φύσημα, έφαγε φύσημα ή παίρνω φύσημα, πήρε φύσημα
Εκφράσεις
επεξεργασία- δίνω φύσημα
- με το πρώτο φύσημα του ανέμου / του αέρα
- παίρνω φύσημα, πήρε φύσημα
- τρώω φύσημα, έφαγε φύσημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία το φύσημα της καρδιάς
φύσημα αέρα και εκπνοής
Πηγές
επεξεργασία- φύσημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φύσημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)