↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φύσημα τα φυσήματα
      γενική του φυσήματος των φυσημάτων
    αιτιατική το φύσημα τα φυσήματα
     κλητική φύσημα φυσήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φύσημα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φύσημα ουδέτερο

  1. μετακίνηση αέριας μάζας
    ⮡  το φύσημα του ανέμου
  2. εκπνοή αέρα απο το στόμα
  3. έξοδος αέρα και βλέννας από τη μύτη με δυνατή εκπνοή
    ⮡  το φύσημα της μύτης
  4. (ιατρική) μη φυσιολογικος ήχος που οφείλεται σε στροβιλισμό του αίματος κατά την κυκλοφορία του και ο οποίος μπορεί να υποδηλώνει καρδιακή πάθηση
  5. (μεταφορικά) η αποπομπή, το διώξιμο, η απόλυση κάποιου
    εκφράσεις: τρώω φύσημα, έφαγε φύσημα ή παίρνω φύσημα, πήρε φύσημα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία