Δείτε επίσης: μᾶζα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάζα οι μάζες
      γενική της μάζας των μαζών
    αιτιατική τη μάζα τις μάζες
     κλητική μάζα μάζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μάζα θηλυκό

  1. (φυσική) ποσότητα της ύλης που έχει ένα σώμα
  2. αντικείμενο χωρίς συγκεκριμένο σχήμα που διαλύεται εύκολα
      Πού βρέθηκε αυτή η μάζα από χνούδι κάτω από το κρεβάτι;
  3. (συνήθως στον πληθυντικό) πλήθος ατόμων με ενιαία συμπεριφορά
     δείτε  ψυχολογία της μάζας

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

(φυσική)

  • αδρανειακή μάζα: η αδράνεια στη μεταφορική κίνηση
  • βαρυτική μάζα: το υπόθεμα της βαρύτητας

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία