μάζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάζα | οι | μάζες |
γενική | της | μάζας | των | μαζών |
αιτιατική | τη | μάζα | τις | μάζες |
κλητική | μάζα | μάζες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μάζα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μᾶζα (αρχαία σημασία: κριθαρόψωμο)
- για το μεγάλο πλήθος ατόμων < λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική masse < λατινική massa < αρχαία ελληνική μᾶζα [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈma.za/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐ζα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μάζα θηλυκό
- (φυσική) ποσότητα της ύλης που έχει ένα σώμα
- αντικείμενο χωρίς συγκεκριμένο σχήμα που διαλύεται εύκολα
- ↪ Πού βρέθηκε αυτή η μάζα από χνούδι κάτω από το κρεβάτι;
- (συνήθως στον πληθυντικό) πλήθος ατόμων με ενιαία συμπεριφορά
- → δείτε ψυχολογία της μάζας
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
(φυσική)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μάζα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ μάζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.