βαρύτητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαρύτητα | οι | βαρύτητες |
γενική | της | βαρύτητας | των | βαρυτήτων |
αιτιατική | τη | βαρύτητα | τις | βαρύτητες |
κλητική | βαρύτητα | βαρύτητες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el επεξεργασία
- βαρύτητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαρύτης από την αιτιατική τὴν βαρύτητα.
- για τη φυσική < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική gravity[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaˈɾi.ti.ta/
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαρύτητα θηλυκό
- η ιδιότητα που έχει ο βαρύς
- (φυσική) η παγκόσμια ελκτική δύναμη πάνω στην ύλη
- ο νόμος της βαρύτητας του Νεύτωνα
- (μεταφορικά) το ιδιαίτερο βάρος, η ιδιαίτερη σημασία που έχει κάτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελκτική δύναμη
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)