σημασία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σημασία | οι | σημασίες |
γενική | της | σημασίας | των | σημασιών |
αιτιατική | τη | σημασία | τις | σημασίες |
κλητική | σημασία | σημασίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σημασία < αρχαία ελληνική σημασία< σημαίνω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.ma.ˈsi.a/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σημασία θηλυκό
- το νόημα μιας λέξης, φράσης
- η σπουδαιότητα κάποιου πράγματος, έννοιας, ιδέας, έργου, ενέργειας κλπ.
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
η έννοια, το νόημα
που έχει σημασία, που είναι σημαντικό