meaning
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
meaning | meanings |
meaning (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έννοια, η σημασία, το νόημα μιας λέξης, φράσης κτλ.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σημασία, το νόημα, τα πράγματα ή τις ιδέες που κάποιος θέλει να μου μεταδώσει με αυτά που λέει ή κάνει
- ⮡ the meaning of what he said - η σημασία αυτών που είπε
- ⮡ He understood the meaning of the remark.
- Κατάλαβε το νόημα της παρατήρησης.
- ⮡ The meaning of his words are ambiguous.
- Το νόημα των λόγων του είναι διφορούμενο.
- ⮡ The words have lost their meaning.
- Οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους.
- ⮡ a gesture with a deep meaning - μια χειρονομία με βαθύ νόημα
- ≈ συνώνυμα: significance
- (μη μετρήσιμο) η έννοια, η πραγματική σημασία ενός συναισθήματος ή μιας εμπειρίας
- ⮡ the meaning of beauty/time - η έννοια του ωραίου/του χρόνου
- ⮡ Regardless of the political meaning of the event.
- Ανεξάρτητα από την πολιτική σημασία του γεγονότος.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το νόημα, οι ιδέες που επιθυμεί να επικοινωνήσει ένας συγγραφέας, καλλιτέχνης κτλ. με ένα βιβλίο, έναν πίνακα ζωγραφικής κτλ.
- ⮡ the meaning of a work of art - το νόημα ενός έργου τέχνης
- ⮡ Do you get any meaning out of this poem?
- Βγάζεις νόημα απ' αυτό το ποίημα.
- (μη μετρήσιμο) το νόημα, η ιδιότητα ή η αίσθηση του σκοπού που με κάνει να νιώθω ότι η ζωή μου είναι πολύτιμη
- ⮡ My life has lost all its meaning.
- Η ζωή μου έχει χάσει κάθε νόημα.
- ⮡ Man tries to give meaning to his life.
- Ο άνθρωπος προσπαθεί να δώσει ένα νόημα στη ζωή του.
- ⮡ My life has lost all its meaning.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαmeaning (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του mean
Πηγές
επεξεργασία- meaning - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 294, 588, 787. ISBN 9780194325684., λήμμα: έννοια, νόημα, σημασία