Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
meaning meanings

  Ουσιαστικό επεξεργασία

meaning (en)

  1. η έννοια μιας λέξης, φράσης κλπ
    a word with several meanings - μια λέξη με πολλές έννοιες
    in the broadest meaning of the word - με την πιο πλατιά έννοια της λέξης
     συνώνυμα: sense
  2. η σημασία, το βαθύτερο νόημα, η αξία ενός πράγματος

  Πηγές επεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 294. ISBN 9780194325684. , λήμμα: έννοια