Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
meaning meanings

meaning (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έννοια, η σημασία, το νόημα μιας λέξης, φράσης κτλ.
    ⮡  a word with several meanings - μια λέξη με πολλές έννοιες/σημασίες
    ⮡  in the broadest meaning of the word - με την πιο πλατιά έννοια της λέξης
    ⮡  with the literal meaning of the word - με την κυριολεκτική σημασία της λέξης
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sense
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σημασία, το νόημα, τα πράγματα ή τις ιδέες που κάποιος θέλει να μου μεταδώσει με αυτά που λέει ή κάνει
    ⮡  the meaning of what he said - η σημασία αυτών που είπε
    ⮡  He understood the meaning of the remark.
    Κατάλαβε το νόημα της παρατήρησης.
    ⮡  The meaning of his words are ambiguous.
    Το νόημα των λόγων του είναι διφορούμενο.
    ⮡  The words have lost their meaning.
    Οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους.
    ⮡  a gesture with a deep meaning - μια χειρονομία με βαθύ νόημα
     συνώνυμα:  significance
  3. (μη μετρήσιμο) η έννοια, η πραγματική σημασία ενός συναισθήματος ή μιας εμπειρίας
    ⮡  the meaning of beauty/time - η έννοια του ωραίου/του χρόνου
    ⮡  Regardless of the political meaning of the event.
    Ανεξάρτητα από την πολιτική σημασία του γεγονότος.
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το νόημα, οι ιδέες που επιθυμεί να επικοινωνήσει ένας συγγραφέας, καλλιτέχνης κτλ. με ένα βιβλίο, έναν πίνακα ζωγραφικής κτλ.
    ⮡  the meaning of a work of art - το νόημα ενός έργου τέχνης
    ⮡  Do you get any meaning out of this poem?
    Βγάζεις νόημα απ' αυτό το ποίημα.
  5. (μη μετρήσιμο) το νόημα, η ιδιότητα ή η αίσθηση του σκοπού που με κάνει να νιώθω ότι η ζωή μου είναι πολύτιμη
    ⮡  My life has lost all its meaning.
    Η ζωή μου έχει χάσει κάθε νόημα.
    ⮡  Man tries to give meaning to his life.
    Ο άνθρωπος προσπαθεί να δώσει ένα νόημα στη ζωή του.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

meaning (en)