Ουσιαστικό

επεξεργασία

significance (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η σημασία, το κατά πόσο είναι κάτι σημαντικό
    ⮡  This topic doesn’t have much significance.
    Αυτό το θέμα δεν έχει πολλή σημασία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη importance
  2. η σημασία, το νόημα
    ⮡  Do you understand the significance of what you said?
    Καταλαβαίνεις τη σημασία αυτού που είπες;
    ⮡  He understood the significance of the remark.
    Κατάλαβε το νόημα της παρατήρησης.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη meaning