Ουσιαστικό

επεξεργασία

importance (en) (μη μετρήσιμο)

  • η σημασία, η σπουδαιότητα
    ⮡  The issue doesn’t have much importance.
    Το θέμα δεν έχει πολλή σημασία.
    ⮡  What’s the importance of him being alone or not?
    Έχει σημασία αν ήταν μόνος ή όχι;
    ⮡  Don’t attach importance to what people say.
    Μη δίνεις σημασία τι λέει ο κόσμος.
    ⮡  He stressed the importance of regular attendance.
    Τόνισε τη σπουδαιότητα της τακτικής παρακολούθησης.
     συνώνυμα:  anything και significance



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

importance (fr) θηλυκό