↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπουδαιότητα οι σπουδαιότητες
      γενική της σπουδαιότητας των σπουδαιοτήτων
    αιτιατική τη σπουδαιότητα τις σπουδαιότητες
     κλητική σπουδαιότητα σπουδαιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπουδαιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπουδαιότης, από την αιτιατική ενικού τὴν σπουδαιότητα < σπουδαῖος < σπουδή. Συγχρονικά αναλύεται σε σπουδαί(ος) + -ότητα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spu.ðeˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπου‐δαι‐ό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπουδαιότητα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σπουδαίος και σπουδή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

σπουδαιότητα θηλυκό